- λεμονόπιτα
- ηπίτα με χυμό και αρωματική φλούδα λεμονιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεμόνι + πίτα. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lemon-pie].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμόνι — και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον) 1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός τής λεμονιάς 2. ο χυμός τού λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη ι , πιθ. με επίδραση τού αραβ. laymūn. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek